- γλωττισμος
- γλωττισμόςὁ поцелуй «с язычком» Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
γλωττισμῶν — γλωττισμός lascivious kiss masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλώττισμα — γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) [γλωττίζω] ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα … Dictionary of Greek